ακόκκιστος

ακόκκιστος
-η, -ο
αυτός που δεν καθαρίστηκε από τους κόκκους, τα σκύβαλα: Το μπαμπάκι δεν πρέπει να μείνει ακόκκιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακόκκιστος — η, ο λέγεται για το βαμβάκι που δεν έχει καθαριστεί από τα σπέρματά του π. χ. ακόκκιστο βαμβάκι είναι το σύσπορο βαμβάκι που λαμβάνεται απευθείας από το φυτό τής βαμβακιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”